- vavellite
- минер. вавеллит
Dictionnaire polytechnique italo-russe. 2013.
Dictionnaire polytechnique italo-russe. 2013.
βαβελίτης — (vavellite). Ορυκτό ένυδρο βασικό φωσφορικό αργίλιο, του τύπου Αl3 (ΡΟ4)2(ΟΗ)3 · 5H2O. Έχει χρώμα γκρίζο, κίτρινο, πράσινο ή μαύρο και είναι διαφανής και γυαλιστερός. Ανήκει στο ορθορομβικό σύστημα (σπάνια οι κρύσταλλοί του μπορεί να είναι και… … Dictionary of Greek